Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Ο Ανθρωπος από άχυρο

5ον
Δυστυχώς σκεπτόταν ο Δημήτρης δεν μπορούν να καταλάβουν οι γονείς, ότι δεν είμαστε η προέκταση του εαυτού τους,αλλά έχουμε κι εμείς τις δικές μας σκέψεις επιδιώξεις και όνειρα. Η συζήτηση πατέρα και γυιού γινόταν μέσα στο γραφείο με ανοιχτή την πόρτα. Άθελα της η Κατερίνα άκουσε το μέρος της συζήτησης που την αφορούσε. Άπομακρύνθηκε για να συνεχίσει την δουλειά της με τους οφθαλμούς της γεμάτους δάκρυα.
Δεν την πείραξε επειδή ο γιος του αφεντικού είπε ότι δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της. Άλλωστε ούτε αυτή έννοιωθε αισθήματα γιαυτόν. Καλά καλά δεν τον γνώριζε καν γιατί ,συνέχεια απουσίαζε για σπουδές.Την πείραξε όμως αυτό που είπε ,για την αγραμματοσύνη της. Πως μπορούσε όμως να κάνει σπουδές ; Ο πατέρας της στο χωριό είχε εφτά παιδιά και δυσκολευόταν να τους προσφέρει τα στοιχειώδη.
Πολύ δε περισσότερο που και ο ίδιος, δεν γνώριζε την αξία των γραμμάτων ,γιατί
στην εποχή του είχε πάει μονάχα δύο τάξεις του δημοτικού.
Πεισματάρα όπως ήταν η Κατερίνα δεν έχασε καιρό. Ήταν τέλος αυγούστου.Μόλις
θα άνοιγαν τα σχολεία θα έκανε εγγραφή στο νυχτερινό γυμνάσιο. Δεν θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια να την υποτιμούν και να μην μπορεί να αντιδράσει.
Τώρα εργαζόταν, ήταν οικονομικά ανεξάρτητη και μπορούσε να παίρνει τις δικές της αποφάσεις. Λογάριαζε όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Γιατί όπως λέει ο λαός ''Αλλες
οι βουλές των ανθρώπων κι άλλες οι βουλές του Κυρίου.'' Η Κατερίνα ποτέ δεν είχε σκεφθή ότι θα παντρευόταν τον γιο του αφεντικού της. Πριν φύγει από το χωριό, της είχαν στήλει προξενιό έναν εύπορο αγρότη και επιχειρηματία, από ένα κοντινό κεφαλοχώρι. Του άρεσε η κοπελιά του υποψήφιυ γαμπρού ,γιατί ήταν νέα και όμορφη. Ήθελε όμως προίκα ανάλογη με την δική του οικονομική επιφάνεια όπως έλεγε. Στους αγροτικούς πληθυσμούς της εποχής κυριαρχούσε το συμφέρον ,αλλά δεν υστερούσαν και οι κάτοικοι των πόλεων. ''Δει δη χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί γεννάσθε των δεόντων'' Το προξενιό δεν προχώρησε γιατί η αγωραπωλησία δεν είχε επιτυχία. Η αγελάδα δεν είχε πολύ λίπος και ο αγοραστής φοβόταν ότι δεν θα πιάσει τα λεφτα του και θα ξεμείνει από ρευστό.
Όλη αυτή η διαδικασία του προξενιού υποβίβαζε την γυναίκα σε ατικείμενο πρός πώληση. Ήταν ένας ακόμη εξευτελισμός από την κοινότητα των ανδρών που είχε την εξουσία.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

ο άγγελος μου

Γεννήθηκες και στην ζωή μου ήρθε το φως.
Την ημέρα εκείνη, έφερες την άνοιξη χαμογελαστή
και πλουμιστή,με χρώματα λουλούδια και αρώματα.

Τα όμορφα ζωηρά ματάκια σου παιχνίδισαν σαν
σπίθες ζωής στην καθημερινή μελαγχολία μου.

Το κλάμα σου μοιάζει μουσική από συναυλία των
πουλιών στη σιγαλιά του δάσους.

Ήρθες παιδί του έρωτα και της χαράς για την ζωή.
Εγώ για σένα έφερα το δώρο της αγάπης μου και ένα
γλυκό νανούρισμα για να κοιμάσαι απαλά απάνω σένα
σύννεφο ,να σε νανουρίζουν τα όνειρα σου.
ποίημα

το παλιό ρολόι


Το παλιό ρολόι στον Δημοτικό κήπο, εσένα μου θυμίζει.
και η μνήμη μου στο βάθος την καρδιά μου σκίζει.

Πέρασαν τα χρόνια και θυμάμαι τον ένδοξο καιρό ,
που όρκους δίναμε κάτω από τα αστέρια ,και τις καρδιές
κρατούσαμε στα δύο μας χέρια.

Χωρίσαμε για λίγο το βράδυ εκείνο, και από τον πολύ τον
πόνο παρά λίγο σαν στήλη άλατος να μείνω.

Δεν το περίμενα γλυκειά μου αγάπη πως σε τόσο λίγο
χρόνο η αγάπη σου εχάθη.

Εγώ σε αγαπούσα και για έρωτα σου μιλούσα κι εσύ
υποκρινόσουν και τάχα μου πως μ,αγαπούσες καμωνόσουν.
όλα ήταν λόγια που τα πήρε ο αγέρας, και τα έκανε στάχτη
για να θάψει την δική μου αγάπη.

Όταν μου μιλούσες και με κοίταζες στα μάτια, άλλον
σκεπτόσουν, και μου έκανες τα στήθεια μου κομμάτια.

Πέρασαν τα χρόνια η λήθη έδιωξε την λύπη, άσπρισαν στους
κροτάφους τα μαλλιά, ήρθαν τα εγγόνια.
Του κήπου το ρολόι την πρώτη μου αγάπη μου θυμίζει.

Όταν διαβαίνω τον δρόμο για το παλιό του κήπου το
ρολόι βουτάω στην
μνήμη και η παλιά θλίψη έρχεται στο νού μου σαν θλιμένο
μοιρολόι.


ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ